σύνθεμα — compound word neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθεμάτων — σύνθεμα compound word neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθέμασι — σύνθεμα compound word neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθέμασιν — σύνθεμα compound word neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθέματα — σύνθεμα compound word neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθέματι — σύνθεμα compound word neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθέματος — σύνθεμα compound word neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισύνθεμα — ἐπισύνθεμα, τὸ (Μ) ό,τι σχηματίζεται από συσσώρευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σύνθεμα «συνάθροιση» (ποιητ. τ. τού σύνθημα)] … Dictionary of Greek
σκευασία — η, ΝΑ [σκευάζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκευάζω, παρασκευή, ετοιμασία 2. σύνθεμα φαρμάκων ή άλλων ουσιών, σκεύασμα, παρασκεύασμα («τὰς τῶν φαρμάκων σκευασίας καὶ ριζῶν δυνάμεις», Διόδ.) νεοελλ. συσκευασία αρχ. 1. παρασκευή φαγητού… … Dictionary of Greek
σκεύασμα — ατος, το ΝΑ [σκευάζω] σύνθεμα φαρμακευτικών ουσιών που χρησιμοποιείται στη θεραπευτική νεοελλ. φρ. «βιταμινούχο σκεύασμα» σκεύασμα που περιέχει βιταμίνες μσν. ιατρική συνταγή αρχ. 1. παρασκευή, ετοιμασία φαγητού 2. στον πληθ. τὰ σκευάσματα… … Dictionary of Greek